- κατεναντίον
- κατ - εναντίον: down against, go to meet; τινί, Il. 21.567†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κατεναντίον — (Α) επίρρ. 1. εναντίον κάποιου («εἰ δὲ κὲν οἱ προπάροιθε πόλιος κατεναντίον ἔλθω», Ομ. Ιλ.) 2. ακριβώς απέναντι, καταντικρύ … Dictionary of Greek
κατεναντίον — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεναντία — (Α) επίρρ. κατεναντίον* … Dictionary of Greek